συνυπαρξις

συνυπαρξις
    συνύπαρξις
    συν-ύπαρξις
    -εως ἥ одновременное наличие, сосуществование Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνυπαρξις" в других словарях:

  • συνύπαρξις — coexistence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπάρξει — συνύπαρξις coexistence fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνυπάρξεϊ , συνύπαρξις coexistence fem dat sg (epic) συνύπαρξις coexistence fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνύπαρξιν — συνύπαρξις coexistence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνύπαρξη — η / συνύπαρξις, άρξεως ΝΜΑ [συνυπάρχω] ταυτόχρονη ύπαρξη δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. 1. (φιλοσ.) η ταυτόχρονη παρουσία πολλών αντικειμένων, διαδικασιών, φαινομένων τής αντικειμενικής πραγματικότητας χωρίς να είναι καθορισμένο… …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՅԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0569 Chronological Sequence: Unknown date, 9c գ. συνύπαρξις coexistentia Գոյակիցն գոլ որո՛վ եւ է օրինակաւ. (շփոթի ʼի գրչաց եւ ընդ Գոյացութիւն.) *(Դիք հեթանոսաց) մեկնեալք են ըստ գոյակցութեանցն. Ճ. ՟Ա.: *Յամենայն տարրական գոյակցութիւնս. Ճ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συνυπάρξεως — συνυπάρξεω̆ς , συνύπαρξις coexistence fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπάρξῃ — συνυπάρξηι , συνύπαρξις coexistence fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»